Στη θεωρία, κάποιος φιλόσοφος έλεγε «Όταν οι άνθρωποι δημιουργούν στενές σχέσεις μεταξύ τους, η συμπεριφορά τους θυμίζει τους ακάνθους που προσπαθούνε να θερμαίνονται μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα. Το κρύο τους κάνει να αγκαλιάζονται και όσο δυνατά το κάνουν, τόσο περισσότερο πονάνε απ’ τα τσιμπήματα που δέχονται με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να απομακρύνονται. Μετά ξανά το κρύο τους κάνει να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο και έτσι πάει όλη τη νύχτα.» (Αρκούντως πεσιμιστικό).
Στην πράξη, αυτή έκλαιγε έξω από τα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας. Απέναντι από το Πανεπιστήμιο. Μόνη στα μαύρα. Kάπου ανάμεσα στα 25 με 35 υπέθεσα. Μου είναι πολύ δύσκολο να μαντέψω ηλικίες. Μύριζε λιβάνι και κερί. Τα δάκρυα, υπέθεσα, ήταν για ένα χαμένο αγαπημένο πρόσωπο. Δακρυσμένη ιέρεια και συνάμα χορός αρχαίας τραγωδίας. Μνήμη νωπή, αιμορροούσα. Ίσως είναι ακόμη νωρίς να στεγνώσουν τα δάκρυα (…μα πότε είναι καιρός να λησμονούνται οι μνημονευόμενοι από τους μνημονεύοντες;)
Στην ουσία, αυτό που κατάλαβα είναι πως η ζωή μας μοιάζει με μία λίμνη. Η πέτρα που θα πετάξει κάποιος στα ήρεμα νερά της θα κάνει ένα πλατς ή ένα πλιφ κι έτσι θα ξεκινήσουν ομόκεντροι κύκλοι που θα την ταράξουν μέχρι να επιστρέψει στην κανονικότητά της. Έτσι απλά. Φαινομενικά τίποτα δεν αλλάζει. Αλλάζει όμως. Μέσα της, βάρυνε κατά ένα βότσαλο. Όλοι όσοι τη χαίρονται θα εξακολουθήσουν να ταξιδεύουν πάνω της, να δροσίζονται, να ξαπλώνουν στη φιλόξενη ακτή της. (Ποτέ κανείς, αν δεν ανιχνεύσει τα θολά νερά κάτω από την επιφάνεια, δεν θα μάθει μια λίμνη με πόσα βότσαλα έχει πυροβοληθεί.)
Πόσο σίγουροι θα πρέπει να είμαστε για το φορτίο με πέτρες που κουβαλάνε τα πρόσωπα που συναντήσαμε σήμερα; Πόσοι θα καταθέσουν την ποσότητα που έχουν εισπράξει; Πρέπει να «δούμε» -όπως τη νεαρά κυρία που θρηνούσε- για να πιστέψουμε αλλά και πάλι, πόσα μπορούμε να κατανοήσουμε; Η μοναχικότητα και ο ενσυνείδητος αποκλεισμός έχουν βάρος που βαραίνει την καρδιά. Έχει τη λογική της και την αξιοπρέπειά του. Δεν αρκεί μια διαλεκτική σχέση για να γίνει αντιληπτό τοις πάσι το πεδίο που καταλαμβάνει στα εντός του καθενός. Απελπιστικά απαραίτητο είναι μια γερή δόση από ένα συναισθηματικό κοκτέιλ αισθητικής συγγένειας. Αν δεν κολάει το μίγμα, τότε τζίφος. Ελέγχεται η ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων. Αυτές που ο καθείς επιλέγει και όσα μπορούν αυτές να αντέξουν και να κατανοήσουν. Κάπου στο βάθος εξακολουθεί να παραμένει μια κλειδωμένη φωνή, να χτυπιέται σε τοίχους με σάρκα και οστά και να αναπηδάει κοντράροντας σε όργανα και ιστούς. Σου ξεσκίζει τα σωθικά και για ίαση προσφέρονται χάπια για το στομαχόπονο. (Άλλα γευόμαστε και άλλα ακούν και βλέπουν οι άλλοι. Γλυκά και πικρά.)
Στο τέλος της μέρας, βουλιάζω στον καναπέ και θέλω όσο τίποτε άλλο να απομακρυνθώ. Βάζω ένα CD του Leonard Cohen και ως δια μαγείας όλες οι αισθήσεις γίνονται ακοή. Αν μοιάζει παράλογη αυτή η τεχνητή απομόνωση, η φυγή, τι να πεις για τα αγαπημένα βιβλία που σε οδηγούν σε παραμελημένα μονοπάτια, για τις βόλτες που περπατάς σχεδόν με τις αισθήσεις χαμένος με τις σκέψεις και τα κενά που δημιουργούν, για τις μοναχικές νυχτερινές διαδρομές με το αυτοκίνητο, για την απομόνωση που νιώθεις όταν δεν μπορείς να εξηγήσεις ή να αποκαλύψεις πράγματα σε αυτούς που δεν δύνανται να κατανοήσουν, να αισθανθούν, ή να συνεισπράξουν. ( Σερβίρεις τον κόσμο σου ως μια μπαργούμαν που έχει μπλοκάρει τη δίοδο επαφής και υπνωτισμένη χάνεται σε άλλες παραλλήλους.)
Οι περισσότεροι, μ’ αυτά και μ’ αυτά γίναμε μικροαπατεώνες, για να δικαιολογηθούμε αντιδρούμε ψευδίζοντας, χτυπώντας τους ενδοιασμούς μας στο σέικερ και κράζοντας «σε αγαπάω», λήμμα απαραίτητο για να απλοποιηθείς στο περιβάλλον και να εισπράξεις εξιτήριο πως είσαι υγιής. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί μετουσιώνουν αυτή την ανάγκη επαφής-απομόνωσης επιλέγοντας την ενασχόληση με τις τέχνες και είτε σαν θεατές σε αίθουσες κινηματογράφου είτε απέναντι στο dvd ή μέσα από ένα ρόλο ηθοποιού ή χορευτή, στέκονται ώρες ατέλειωτες με πύρινη διάθεση. Συναντιέται κυρίως και κατά κόρον πίσω από την εργασιομανία, να πάρω και δουλειά στο σπίτι, για να κρυφτώ. Εναλλακτικές λύσεις για να εφησυχάζεις, μια δεκάρα η οκά. Συμμετέχουμε στις εικονικές πραγματικότητες, σε περιστασιακό σεξ και όταν η κυνηγητική περίοδος γράφει τέλος, επιστρέφουμε στο ενυδρείο με το ρυθμισμένο θερμοστάτη για να κρύψουμε το δολοφονικό βλέμμα που αυθόρμητα βγαίνει. Game over ή αλλιώς γύρνα την πλάτη στη μέρα αλλιώτικε ουρανέ μου. Εμείς πάλι καλά, μια χαρά θα τη βγάλουμε και φέτος. Με τους άλλους τι γίνεται… με αυτούς που πονάνε και που δεν μπορούν ούτε ψιθυρίζοντας να πουν: πονάω. Η αίσθηση είναι ξυράφι. (Και αναρωτιέσαι… Πόσο μπορούν να αντέξουν αυτά τα πλάσματα βυθισμένα στην απομόνωσή τους;)
Σπύρος Σαρανταένας
http://www.city231.gr/content/view/155/26/